ημέρα

ημέρα
Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά είναι και η φαινομενική κίνηση του Ήλιου στην ουράνια σφαίρα. Μπορούμε επομένως να ορίσουμε ότι η η. είναι o χρόνος που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο διαδοχικών μεσουρανήσεων του Ήλιου, δηλαδή δύο διαδοχικών άνω διαβάσεων του Ήλιου από τον μεσημβρινό του τόπου της παρατήρησης. Η κίνηση όμως αυτή δεν είναι ομαλή και συνεπώς οι η. δεν έχουν την ίδια χρονική διάρκεια. Για να μην υπάρχει αυτό το μειονέκτημα χρησιμοποιείται ένας πλαστός Ήλιος που θεωρείται ότι κινείται ομαλά, δηλαδή ισοταχώς. Τότε όλες οι η. θα έχουν την ίδια χρονική διάρκεια. Ο πλαστός Ήλιος ονομάζεται μέσος Ήλιος και η η. μέση ηλιακή ημέρα. Όπως είναι ευνόητο, θα υπάρχει πάντοτε διαφορά χρόνου μεταξύ της η. και του αληθινού Ήλιου και της η. του μέσου Ήλιου, δηλαδή μεταξύ της αληθινής ηλιακής η. και της μέσης ηλιακής η. Η διαφορά αυτή ονομάζεται εξίσωση χρόνου και έχει δύο μέγιστες θετικές τιμές: +3,8λ (στις 14 Μαΐου) και +16,4λ (στις 3 Νοεμβρίου) και δύο ελάχιστες αρνητικές –14,4λ (στις 12 Φεβρουαρίου) και –6,4λ (στις 26 Ιουλίου). Επίσης μηδενίζεται στις 16 Απριλίου, στις 14 Ιουνίου, την 1η Σεπτεμβρίου και στις 25 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Για τη μέτρηση του χρόνου χρησιμοποιούμε τις στιγμές κατά τις οποίες ο Ήλιος διέρχεται από τον μεσημβρινό. Μπορούμε λοιπόν να ορίσουμε την η. ως τη χρονική διάρκεια που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο διαδοχικών μεσουρανήσεων του Ήλιου στον τόπο της παρατήρησης. αστρική η. O χρόνος που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο διαδοχικών άνω μεσουρανήσεων του εαρινού σημείου γ ή ενός και του αυτού απλανούς αστέρα. Η αστρική η. –σε σχέση προς την ηλιακή– έχει διάρκεια 23 ώρες 56 λεπτά και 4 δευτερόλεπτα, είναι δηλαδή μικρότερη κατά 3 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα. Για τη μέτρηση της αστρικής η. και του αστρικού χρόνου υπάρχουν ειδικά ρολόγια, που ονομάζονται αστρικά και χρησιμοποιούνται μόνο στην αστρονομία για αστρονομικές παρατηρήσεις. αστρονομική η.Είναι ίση με την ηλιακή, αρχίζει όμως 12 ώρες αργότερα, δηλαδή τη μεσημβρία. Τη χρησιμοποιούσαν μόνο οι αστρονόμοι, για να μη διακόπτεται η ημερομηνία στη μέση της νύχτας, καταργήθηκε όμως από την 1η Ιανουαρίου 1925 και χρησιμοποιείται μόνο για την αρίθμηση των ιουλιανών ημερών. ιουλιανή η.Χρησιμοποιείται μόνο για τον προσδιορισμό του χρόνου κατά τον οποίο έγινε κάποιο αστρονομικό γεγονός. Ισούται προς μία ηλιακή η. και αρχίζει από τη μεσημβρία. Τo σύστημα αυτό μέτρησης των η. εισηγήθηκε το 1582 o Σκάλιγκερ (Joseph Julius Scaliger) και έχει αρχή του την 1η Ιανουαρίου του έτους 4713 π.Χ., την τελευταία δηλαδή χρονιά που υπήρξε σύμπτωση του ηλιακού, του σεληνιακού και του ρωμαϊκού κύκλου του ινδικτίωνα. Από την ημερομηνία αυτή αρχίζει η αρίθμηση των η. μέχρι το αστρονομικό γεγονός. Έτσι, η έκλειψη του Ήλιου στις 24 Ιανουαρίου 1925 έγινε την ιουλιανή η. 2.424.175. Η ονομασία ιουλιανή δόθηκε από τον Σκάλιγκερ προς τιμήν του πατέρα του Julius Caesar Scaliger και δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το ιουλιανό ημερολόγιο. Η διάρκεια της η. που εξαρτάται από την περιστροφική κίνηση της Γης εμφανίζει μια βραδύτατη προοδευτική αλλοίωση. Αιτία είναι η επιβράδυνση της κίνησης της Γης, που οφείλεται στις παλίρροιες και σε άλλα αίτια διευθέτησης της μάζας της. H διαφορά όμως είναι τόσο μικρή ώστε για αιώνες δεν θα είναι αντιληπτή: ανέρχεται σε λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου κάθε εκατό έτη. Στο σχήμα αυτό φαίνεται η διαφορά μεταξύ της αστρικής και της ηλιακής ημέρας, η οποία αντιστοιχεί σε δύο διαδοχικές διαβάσεις του Ηλίου από τον μεσημβρινό του τόπου παρατήρησης.
* * *
και μέρα, η (AM ἡμέρα, Μ και μέρα, Α επικ. και ιων. τ. ἡμέρη, δωρ. τ. ἀμέρα και ἁμέρα, λοκρ. τ. ἀμάρα)
1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση τού ήλιου (α. «μέρα μεσημέρι» β. «ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν», Ομ. Οδ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έζησε ή έδρασε κάποιος, καιρός, εποχή, ζωή (α. «περάσαμε δύσκολες ημέρες» β. «ἐν ταῑς ἡμέραις Ἡρώδου», ΚΔ.)
3. γιορτή ή επέτειος (α. «ημέρα Χριστουγέννων» β. «ημέρα τού ΟΧΙ»)
4. χρονικό διάστημα πραγματοποίησης γεγονότος ή φαινομένου (α. «ημέρα κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία
β. «ημέρα καύσωνος» γ. «ημέρα αναπαύσεως» δ. «αποφράς ημέρα» — η μέρα που συνέβη κάτι κακό
ε. «τακτή ημέρα» ή «ρητή ημέρα» — καθορισμένη ημέρα)
5. φρ. α) «παρ' ημέραν», «μέρα παρά μέρα» — κάθε δεύτερη μέρα, κάθε δύο μέρες
β) «από μέρα σε μέρα», «μέρα με την (η)μέρα», «ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν», «ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» — εξακολουθητικά, συν τω χρονω, βαθμηδόν
νεοελλ.
1. ολόκληρο το ημερονύκτιο, χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών («λείπει τριάντα μέρες»)
2. ο ορισμένος χρόνος για την ημερήσια εργασία («αρρώστησα κι έλειψα από το γραφείο τρεις ημέρες»)
3. αστρον. ο χρόνος που απαιτείται για να εκτελέσει ένα ουράνιο σώμα μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά του
4. φρ. α) «ηλιακή ημέρα» — το χρονικό διάστημα από τη φαινομένη ανατολή τού ηλίου μέχρι τη φαινομένη δύση του
β) «αστρική ημέρα» — χρονικό διάστημα που είναι συντομότερο κατά 0,0084 δευτερόλεπτα σε σύγκριση με την ημέρα
γ) «μέση ηλιακή ημέρα» — χρονικό διάστημα κατά τέσσερα περίπου λεπτά τής ώρας μεγαλύτερο από τη διάρκεια τής αστρικής ημέρας
δ) «πολιτική ημέρα» — μέση ηλιακή ημέρα διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών ακριβώς, η αρχή τής οποίας έχει καθοριστεί στις 12 τα μεσάνυχτα
ε) «είδε το φως τής ημέρας» — γεννήθηκε
στ) «σώθηκαν οι μέρες του» — σε λίγο καιρό θα πεθάνει
ζ) (λαογρ.) «ημέρες τής γριάς» — οι τρεις τελευταίες ημέρες τού Μαρτίου
η) «είναι η μέρα μου» — είναι η σειρά μου
θ) «μέρα μου και μέρα σου» — σειρά μου και σειρά σου
ι) «καλή μέρα» — ευχή που λέγεται το πρωί
ια) «την κακή ψυχρή σου μέρα» — υβριστική φράση
ιβ) «έφαγα τη μέρα μου» — διέθεσα τη μέρα μου για να κάνω κάτι το οποίο ίσως δεν άξιζε τον κόπο ή διέθεσα περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε για κάτι
ιγ) «κρίσιμη μέρα» — η μέρα κατά την οποία πρόκειται να κριθεί η έκβαση κάποιας σοβαρής κατάστασης
ιδ) «τής ημέρας» — σημερινός ή πολύ πρόσφατος («αβγά τής ημέρας»)
ιε) «είμαι τής ημέρας» — έχω υπηρεσία μια ορισμένη ημέρα, είμαι εφημερεύων
ιστ) «μέρα και νύχτα» ή «νύχτα μέρα» — διαρκώς, πάντοτε
ιζ) «άσπρη μέρα» — καλή μέρα, αίσια μέρα
5. παροιμ. α) «κάθε μέρα δεν είναι τ' Άι Γιαννιού» — τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται συνεχώς
β) «όλες οι μέρες είναι τού θεού» — δεν πρέπει να θεωρούνται μερικές μέρες ως γρουσούζικες
γ) «η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται» — η έκβαση και ο χαρακτήρας μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου φαίνονται από την αρχή
μσν.
(φρ)
1. «εἰς τὲς ἡμέρες» — τον κατάλληλο καιρό
2. «εἰς τὴν ἡμέρα» ή «μέρα - μέρα» — κάθε μέρα
αρχ.
1. ο χρόνος («ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια», Σοφ.)
2. ως κύρ. όν.. η Ημέρα
θεά, προσωποποίηση τής ημέρας
3. φρ. α) «ἅμα ἡμέρᾳ» — μόλις ξημέρωσε
β) «τῆς ἡμέρας ὀψέ» — αργά την ημέρα, προς το βράδυ
γ) «ἐπίπονος ἁμέρα» — τα καθημερινά βάσανα (Σοφ.)
δ) «παλαιά ἁμέρα» — τα γεράματα (Σοφ.)
ε) «αἱ μακραὶ ἁμέραι» — η μακρόχρονη ζωή (Σοφ.)
στ) «νέα ἁμέρα» — η νεότητα
ζ) «ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρα» — κατά το τέλος τής ζωής (Αριστοτ.)
η) «ἡμερῶν ὀλίγων» — μέσα σε όριο λίγων ημερών (Πλάτ.)
θ) «τῇδε θἠμέρᾳ» — σήμερα
ι) «ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην» — κάθε μέρα (Ηρόδ.)
ια) «εἰς ἡμέραν» — μία φορά τον χρόνο (ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ἦμαρ. Η κατάλ. -έρα θυμίζει τα επίθ. σε -ερος, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι το ἡμέρα προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο επίθ., παράγωγο τού ἦμαρ. Η δασύτητα απαντά μόνο στην ιων.-αττ. (πρβλ. δωρ. ἀμέρᾱ, λοκρ. ἀμάρᾱ) και οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το ἑσπέρα. Ο νεοελλ. τ. μέρα προήλθε από τη σίγηση τού προτονικού αρχικού φωνήεντος (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ). Το επίρρ. σήμερα προέρχεται από αμάρτυρο επίθ. *κι-άμερος (με α΄ συνθετικό κι- «εδώ, αυτός»), το ουδ. γένος τού οποίου απέκτησε επιρρηματική σημασία κατά το αὔριον και έδωσε το σήμερον. Η νεοελλ. προσφώνηση καλημέρα είναι «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση καλήν ημέραν (εύχομαι). Ως β΄ συνθετικό η λ. ημέρα απαντά σε πολλά σύνθ. επίθ. με τη μορφή -(ή)μερος. Όσων από αυτά το α' συνθετικό είναι αριθμητικό (διήμερος, τριήμερος, δεκαήμερος), το ουδ. γένος σε (ή)μερο(ν)-ερα χρησιμοποιείται και ως ουσ. (διήμερο(ν), εννιάμερα). Τέλος, από τα αυθήμερος, νυχθήμερος παράγονται τα επιρρ. αυθημερόν, νυχθημερόν. Η λ. ημέρα έχει σε όλες τις περιόδους τής Ελληνικής τη βασική σημ. «χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση τού ήλιου» και, με τη σημ. αυτή, αντιτίθεται προς τη νύχτα. Από αυτή τη σημ. η λ. (η)μέρα στη Νέα Ελληνική έλαβε, κατ' επέκταση, τη σημ. «από το πρωί μέχρι το βράδυ» (πρβλ. λείπει όλη τη μέρα από το σπίτι) καθώς επίσης και «όλο το εικοσιτετράωρο» (πρβλ. 15 ημερών ταξίδι)
στη Νέα Ελληνική επίσης η λ. (η)μέρα χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις και με στενότερη, πιο εξειδικευμένη, σημ. «ορισμένες ώρες τής μέρας» (πρβλ. μην περνάς τη μέρα σου χαζεύοντας) ή μόνο «τις ώρες ημερήσιας εργασίας» (πρβλ. πέρασα δύσκολη μέρα σήμερα στη δουλειά). Επίσης, η λ. (η)μέρα στον πληθ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ορισμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία συνέβησαν κάποια συγκεκριμένα (και σημαντικά) γεγονότα ή μια παρωχημένη εποχή η οποία αντιπαραβάλλεται προς το παρόν (πρβλ. οι μέρες τής κατοχής, οι μέρες που περάσαμε μαζί, στις μέρες μας δούλευε ηαγία ράβδος).
ΠΑΡ. ημερήσιος, ημέριος, ημερίς
αρχ.
ημεραίος, ημερεύω, ημερίδης ημερινός, ημερούσιος
μσν.
ημερώον
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ημερ(ο)- (Β' συνθετικό) (πλην τών επιθ. με α' συνθετικό αριθμητικό): αυθήμερος, ευήμερος, εφήμερος, ισήμερος, μακροήμερος, νυχθήμερος, ολοήμερος, υπερήμερος
αρχ.
αλιτήμερος, αμφήμερος, αφήμερος, ετερήμερος, καλήμερος, κακήμερος, λιπήμερος, μεθαμέρα, μισοκαλήμερος, μονήμερος, νεαμέρα, ολιγήμερος, οψημέρα, πανήμερος, παρήμερος, προσήμερος
(νεοελλ.] ενήμερος, μονοήμερος, ολιγοήμερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡμέρα — ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc/acc dual ἡμέρᾱ , ἥμερος tame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc/acc dual (ionic) ἡμέρᾱ , ἡμέρα day fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέρᾳ — ἡμέρᾱͅ , ἥμερος tame fem dat sg (attic doric aeolic) ἡμέραι , ἡμέρα day fem nom/voc pl (ionic) ἡμέρᾱͅ , ἡμέρα day fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ἥμερα — ἥμερος tame neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. — ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δήλη ημέρα — (Νομ.). Προκαθορισμένη ημέρα για την καταβολή χρέους ή άλλης χρηματικής υποχρέωσης. Η δ.η. έχει μεγάλη σημασία για τις συναλλαγές, γιατί αν έχει συμφωνηθεί η εκπλήρωση της παροχής ορισμένης ημέρας, δεν είναι απαραίτητη η ειδοποίηση προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ημέρα — Ελληνική εφημερίδα (1874 1926). Αρχικά λεγόταν Ημέρα και ήταν εβδομαδιαία με έδρα την Τεργέστη (Ιταλία). Ιδρυτής της ήταν ο I. Ισιδωρίδης Σκυλίτσης. Από το 1874 μετονομάστηκε σε Ν.Η. και έγινε ιδιοκτησία του τού Αλ. Βυζάντιου, που την έκανε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄπου πολλοὶ πετεινοί ἐχεὶ ἡμέρα οὐ γένεται. — См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας — Διεθνής γιορτασμός της μητέρας, ως φόρος τιμής προς τις μητέρες όλου του κόσμου για τις προσπάθειές τους να αναθρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Η Π. Η. της Μ. γιορτάζεται την 1η Κυριακή του Μαΐου κάθε χρόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”